- γυναικαρέσκεια
- η галантность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυναικαρέσκεια — η αβρότητα προς τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικάρεσκος. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek